Αναρωτιούνται πολλοί σήμερα πώς
είναι δυνατόν μία κυβέρνηση να υποστηρίζει μέτρα κόντρα στην κοινή λογική, μέτρα
που και η ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι δεν πρόκειται να λειτουργήσουν.
Μέτρα που ο κοινός νους
αντιλαμβάνεται ότι – σε αντίθεση με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις - θα οδηγήσουν
στη φτωχοποίηση του μεγάλου μέρους του λαού και στη μείωση του προσδόκιμου
ορίου ζωής, κάτι που το είδαμε να συμβαίνει στη Σοβιετική Ένωση μετά τη βίαιη
κατάρρευση του σοσιαλιστικού - πραγματικού ή όχι , αυτό είναι θέμα άλλης
συζήτησης – συστήματος. Μέτρα που έχουν
οδηγήσει σε δεκάδες τουλάχιστον αυτοκτονίες όπως αναδεικνύουν οι μελέτες των τελευταίων
ετών
Μέτρα που ωθούν όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας - που βλέπει να έχει διαρραγεί το κοινωνικό συμβόλαιό του με το κράτος - «εκτός των τειχών»: από την άρνηση πληρωμής φόρων μέχρι τη μαύρη και αδήλωτη εργασία. Από την προοδευτική μετάβασή του στις γκρίζες ζώνες της οικονομίας και της κοινωνίας μέχρι την εμπλοκή του σε πιο σοβαρές παράνομες δραστηριότητες. Και αν είναι δύσκολο για κάποιον να πάρει την απόφαση να αψηφήσει συνέπειες που θα έχει από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς το κράτος, είναι πολύ πιο δύσκολο να επιστρέψει στην προηγούμενη νόμιμή του κατάσταση
Μέτρα, τέλος, που δεν πετυχαίνουν ούτε στο ελάχιστο το σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι εφαρμόζονται
Και όμως δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μία κυβέρνηση να λειτουργεί κόντρα στην κοινή λογική προτάσσοντας μάλιστα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος ως κινητήρια αιτία της πολιτικής της. Τις αιτίες που οδηγούν μια κυβέρνηση να προβαίνει σε φαινομενικά άλογες ενέργειες που πλήττουν το συμφέρον του λαού χωρίς - από την άλλη μεριά - να επιτυγχάνεται από την πλευρά της ο διακηρυγμένος στόχος της, μπορεί κανείς να τις αναζητήσει μέσα σε ένα μείγμα άγνοιας, ιδεολογικών αγκυλώσεων και εμμονών, αμοραλισμού, προσωπικών επιδιώξεων και ιδιοτελών συμφερόντων αλλά και πειθήνιας υποταγής σε ευρύτερα επιχειρηματικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα
Και όμως δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μία κυβέρνηση να λειτουργεί κόντρα στην κοινή λογική προτάσσοντας μάλιστα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος ως κινητήρια αιτία της πολιτικής της. Τις αιτίες που οδηγούν μια κυβέρνηση να προβαίνει σε φαινομενικά άλογες ενέργειες που πλήττουν το συμφέρον του λαού χωρίς - από την άλλη μεριά - να επιτυγχάνεται από την πλευρά της ο διακηρυγμένος στόχος της, μπορεί κανείς να τις αναζητήσει μέσα σε ένα μείγμα άγνοιας, ιδεολογικών αγκυλώσεων και εμμονών, αμοραλισμού, προσωπικών επιδιώξεων και ιδιοτελών συμφερόντων αλλά και πειθήνιας υποταγής σε ευρύτερα επιχειρηματικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα
Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό από
το κάθε συστατικό του μείγματος μπορεί να διαφέρει, αλλά το κοινό όλων των παράλογων πολιτικών είναι η καταστροφή που αφήνουν πίσω τους. Καταστροφή για την
οποία το πιο πιθανό είναι ότι κανείς δε θα λογοδοτήσει και κανείς από όσους την
δημιούργησαν δε θα πληγεί από αυτήν. Αντιθέτως, ο λαός – στο όνομα του
οποίου υποτίθεται πως γίνονται όλα - θα είναι για μια ακόμη φορά το θύμα, την ίδια στιγμή που
λίγοι θα θησαυρίζουν πάνω στα ερείπια
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παράλογης
και αδιέξοδης πολιτικής ήταν η ποτοαπαγόρευση που επιβλήθηκε στις ΗΠΑ το 1920 και
η οποία όχι μόνο δεν απέδωσε στο ελάχιστο, αλλά αντιθέτως οδήγησε στη διόγκωση του
παράνομου εμπορίου και της Μαφίας. Έτσι, δεκατρία χρόνια μετά την επιβολή της,
η ποτοαπαγόρευση άρθηκε αφήνοντας όμως πίσω της εκατοντάδες νεκρούς από
δηλητηριασμένα αλκοολούχα ποτά αλλά - το πιο σημαντικό - γιγάντωσε το οργανωμένο
έγκλημα, το οποίο κατάφερε να διεισδύσει ακόμη και στα πολύ υψηλά κλιμάκια της οργανωτικής δομής του κράτους.
Διαβάζουμε από το tvxs.gr : “ Η απαγόρευση γύρισε μπούμερανγκ. Ο κόσμος συνέχισε να πίνει και
μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες. Οι τιμές του αλκοόλ εκτοξεύθηκαν κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1920. Μάλιστα, οι ασφαλιστικές εταιρείες προσδιόρισαν την
αύξηση σε 300%. Τα μαγαζιά που πουλούσαν παράνομα αλκοόλ ξεφύτρωναν το ένα πίσω
από το άλλο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, περίπου 30.000 υπήρχαν μόνο στην
πόλη της Νέας Υόρκης. Συμμορίες του δρόμου εξελίχθηκαν σε αυτοκρατορίες που
επιδίδονταν σε κλοπές, ληστείες και παράνομη παρασκευή αλκοόλ.
Από τη μια μεριά η αυστηρή επιβολή κατάφερε να επιβραδύνει το
λαθρεμπόριο αλκοόλ στον Καναδά αλλά και σε άλλες χώρες. Από την άλλη, τα
συνδικάτα του εγκλήματος απάντησαν με κλοπές μαζικής ποσότητας αλκοόλ που
χρησιμοποιούνταν για την βιομηχανική παραγωγή βαφών και καυσίμων. Αυτό το
αλκοόλ επαναδιυλιζόταν προκειμένου να μετατραπεί σε πόσιμο.”
Ο κόσμος, λοιπόν, «δεν
συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» και η κυβέρνηση έπρεπε να δείξει την πυγμή της.
Βλέποντας, λοιπόν, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι δεν
μπορούσε να επιτύχει την εφαρμογή του παράλογου και αυταρχικού μέτρου, αντί να
το επανεξετάσει και να το ακυρώσει, προέβη σε κάτι ακόμη πιο παράλογο και
εγκληματικό ταυτόχρονα. Αποφάσισε να δηλητηριάσει με μεθανόλη - αλλά και άλλες
ουσίες - το οινόπνευμα που θα χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη για αλκοολούχα ποτά
ώστε να αλλοιώσουν τη γεύση του και να αποτρέπουν τους ανθρώπους να το δοκιμάζουν.
Μέτρα πάνω στα μέτρα, λοιπόν, και όποιος αντέξει
Μέτρα πάνω στα μέτρα, λοιπόν, και όποιος αντέξει
Διαβάζουμε από το tvxs: «Μέχρι τα μέσα του 1927, οι νέες φόρμουλες μετουσίωσης του
οινοπνεύματος περιλάμβαναν ορισμένα πασίγνωστα δηλητήρια όπως κηροζίνη,
βενζίνη, βενζόλιο, κάδμιο, ιώδιο, ψευδάργυρο, υδράργυρο, νικοτίνη, αιθέρα,
φορμαλδεΰδη, χλωροφόρμιο, καμφορά, φαινικό οξύ, κινίνη, ακετόνη και ένα
αλκαλοειδές που συνδέεται στενά με τη στρυχνίνη. Το Υπουργείο Οικονομικών είχε
ζητήσει να προστεθεί περισσότερη μεθυλική αλκοόλη – αποτελώντας το 10% του συνολικού
προϊόντος.
Η μεθυλική αλκοόλη ήταν τελικά αυτή που αποδείχτηκε η πιο
θανατηφόρα. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα, αρχής γενομένης με τις τρομακτικές
διακοπές της αργίας των Χριστουγέννων το 1926. Οι δημόσιοι υπάλληλοι υγείας
δήλωναν σοκαρισμένοι. Το 1926, στη Νέα Υόρκη, 1.200 προσβλήθηκαν από
δηλητηριασμένο αλκοόλ, ενώ 400 πέθαναν. Αντίστοιχοι ήταν οι αριθμοί θανάτων και
στις άλλες πόλεις των ΗΠΑ. Το επόμενο έτος, οι θάνατοι αυξήθηκαν σε 700»
Ματαίως φώναζαν οι κοινωνικά
ευαίσθητοι για το αδιέξοδο και την εγκληματικότητα της πολιτικής που
ακολουθούσε η αμερικανική κυβέρνηση. Ο Charles Norris, ο επικεφαλής ιατρικός εξεταστής της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, υποστήριζε ότι επρόκειτο για ένα «εθνικό πείραμα εξόντωσης».
«Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν σταματά την κατανάλωση του αλκοόλ
βάζοντας μέσα δηλητήριο» δήλωνε. «Συνεχίζει
τη διαδικασία δηλητηρίασης, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο λαός είναι
αποφασισμένος να πίνει καθημερινά αυτό το δηλητήριο. Γνωρίζοντας ότι αυτό είναι
αλήθεια, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να χρεωθεί την ηθική ευθύνη
για τους θανάτους που προκαλεί το δηλητηριασμένο αλκοόλ παρόλο που δεν μπορεί
να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνη».
Οι υπάλληλοι δημόσιας υγείας σε
εθνικό επίπεδο άρχισαν να αντιδρούν έντονα. Αλλά και οι
νομοθέτες άρχισαν να πιέζουν για να σταματήσει η χρήση των θανατηφόρων χημικών.
Τελικά, η ποτοαπαγόρευση άρθηκε το Δεκέμβριο του 1933. Όλα κύλησαν σα να μη
συνέβη τίποτα. Καμία αυτοκριτική, καμία αναζήτηση ευθυνών, καμία τιμωρία
κανενός.
Δεκατρία χαμένα χρόνια στην
Αμερική εξαιτίας μιας παράλογης εμμονής σε μια αδιέξοδη πολιτική που το μόνο
που κατάφερε ήταν – εκτός από τους εκατοντάδες νεκρούς - να γιγαντώσει το
οργανωμένο έγκλημα, με τη Μαφία να πατάει γερά στα πόδια της και να μπορέσει να εξαπλωθεί και σε άλλες δραστηριότητες εντάσσοντας στο δυναμικό της χιλιάδες
ανθρώπους.
Εδώ πόσα θα είναι τα χαμένα χρόνια; Πόσες θα είναι οι κατεστραμμένες ζωές; Πώς θα μπορέσει να συγκολληθεί ο διαρρηγμένος κοινωνικός ιστός; Ποιος θα
λογοδοτήσει για όλα αυτά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου