Εισαγωγή
Όπως είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση " Τα δάνεια της Ανεξαρτησίας ", οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι του Λονδίνου εκχώρησαν το 1824 και 1825 τα "δάνεια της ανεξαρτησίας", κάτω από επαχθέστατους όρους. Είδαμε, επίσης, ότι μόνο ένα μικρό μέρος αξιοποιήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης, ενώ το μεγαλύτερο μέρος σπαταλήθηκε στην προπληρωμή τόκων και προμηθειών, στα χρηματιστήρια της Ευρώπης ή σε παραγγελίες πολεμικού υλικού που ελάχιστο μέρος από αυτό έφτασε τελικά στην Ελλάδα!
Έτσι, το 1827, τα χρήματα των δανείων αυτών είχαν εξαντληθεί και το δημόσιο ταμείο δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις απαραίτητες κρατικές δαπάνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πριν ακόμη την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, να δηλωθεί η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και να έχουμε την πρώτη πτώχευση της Ελλάδας.
Μεταξύ του 1828 και του 1830, οι στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού καλύπτονταν με μικρά ποσά που εξασφάλιζε ο Καποδίστριας από τη Γαλλία και τη Ρωσία (τα οποία ποσά δεν χαρίστηκαν, αλλά όπως θα δούμε συμπεριλήφθηκαν στις υποχρεώσεις της Ελλάδας αργότερα)
Έτσι, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 1828 έχει έρθει στην Ελλάδα ως κυβερνήτης, προσανατολίζεται να ζητήσει νέο δάνειο από τις ξένες δυνάμεις. Η ιδέα αυτή υποβλήθηκε στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους το 1829. ( πρακτικά Δ' Εθνοσυνέλευσης )
Η συνέλευση ενέκρινε την ιδέα του δανείου, το οποίο θα χρησίμευε: α) στη σύσταση Εθνικής Τράπεζας β) στο διακανονισμό των δανείων της ανεξαρτησίας και των εσωτερικών απαιτήσεων και γ) σε τόνωση της εμπορίας, ναυτιλίας, γεωργίας κλπ
Ιωάννης Καποδίστριας Πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας ( 1828-1831) |
Η απάντηση, όμως, που έλαβε ο Καποδίστριας από τις ξένες δυνάμεις ήταν αρνητική. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε, ο Καποδίστριας στράφηκε σε ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας που προκάλεσε, όμως, τόσο την αντίδραση του εξαθλιωμένου λαού που ζητούσε αναδιανομή της γης, όσο και των προκρίτων που ένιωθαν ότι παραγκωνίζονταν από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας. Οι διαμάχες του με τα συμφέροντα των προκρίτων ήταν η αιτία της δολοφονίας του το 1831.
Στο Άργος, ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, πραγματοποιήθηκε η Ε' Εθνοσυνέλευση το Δεκέμβρη του 1831 και ψήφισε πάλι άλλο «πολιτικό σύνταγμα της Ελλάδας». Το άρθρο 246 όριζε ότι «ο ηγεμών δεν ημπορεί να τάξη κανένα φόρον, δασμόν, ή δόσιμον ή είσπραξιν οποιανδήποτε ή δάνειον να κάμη, χωρίς νόμους ή ψηφίσματος συζητηθέντος και παραδεχθέντος υπό του νομοθετικού σώματος».
Αυτό το άρθρο, όμως, αγνοήθηκε από όλους, καθώς σύμφωνα με το πρωτόκολλο που είχε ήδη συνταχθεί από το Φλεβάρη του 1830, οι τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις, είχαν αποφασίσει - ερήμην των Ελλήνων (!) - να δώσουν νέο δάνειο στην Ελλάδα.
Το δάνειο των εξήντα εκατομμυρίων
Ήδη, πριν ακόμη από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι "προστάτιδες" δυνάμεις είχαν αρχίσει να ψάχνουν για ξένο βασιλιά. Το 1830, αμέσως μετά την ανακήρυξη της Ελληνικής ανεξαρτησίας, προτάθηκε στον πρίγκιπα Λεοπόλδο Α΄του Βελγίου να γίνει βασιλιάς και αυτός, αρχικά, αποδέχθηκε την πρόταση.
Λεοπόλδος Α' του Βελγίου |
Ο Λεοπόλδος, απευθυνόμενος στις Μεγάλες Δυνάμεις, ζήτησε όπως "αι Μεγάλαι Δυνάμεις κατανεύσωσι να εξασφαλίσωσιν εις το νέον Ελληνικόν κράτος, μέχρις ου τούτο αναλάβη νέας δυνάμεις, χρηματικήν επικουρίαν ανάλογον προς τας ανάγκας αυτού, όντος άλλως τε πασιγνώστου ότι η προσωρινή κυβέρνησις ηδυνήθη να ζήση μόνον διά της γενναιοδωρίας των Μεγάλων Δυνάμεων".
Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή από το Συνέδριο του Λονδίνου και αποφασίστηκε ότι οι τρεις Δυνάμεις θα εξασφαλίσουν στο νέο κράτος χρηματική βοήθεια μέσω ενός νέου δανείου. Ταυτόχρονα, οριζόταν ότι το δάνειο αυτό θα ανερχόταν στα 60 εκατομμύρια, από τα οποία κάθε μία από τις Δυνάμεις θα έδινε το ένα τρίτο.
Εν τω μεταξύ, όμως, ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από τον ελληνικό θρόνο στις 21 Μαΐου 1830 και μέχρι την εκλογή του Όθωνα στις 13 Φεβρουαρίου 1832, το θέμα του δανείου είχε παγώσει.
Όθων, πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας (1832-1862) |
Μόλις, όμως, συμφωνήθηκε η τοποθέτηση του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο, οι πληρεξούσιοι των τριών Δυνάμεων ανέπτυξαν στον αντιπρόσωπο της Βαυαρίας τους όρους κάτω από τους οποίους το στέμμα προσφερόταν στον Όθωνα και, μεταξύ όλων των άλλων, συζήτησαν και το θέμα του δανείου. Πρότειναν, λοιπόν να δοθεί στον Όθωνα δάνειο ίσο με αυτό που είχαν υποσχεθεί στο Λεοπόλδο. Το δάνειο αυτό θα εκδιδόταν κατά τμήματα και η Ελλάδα όφειλε να πληρώνει τους τόκους και το χρεωλύσιο του δανείου.
Μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας (!), στις 7 Μαΐου 1832, υπογράφηκε συνθήκη που επικύρωνε τους παραπάνω όρους και στο άρθρο 12 αυτής αναφερόταν ότι "ο Ηγεμών της Ελλάδος και το ελληνικό κράτος υποχρεούνται να αφιερώσι προ παντός άλλου εξόδου εις την πληρωμήν και του χρεολυσίου του δανείου τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου". Τέλος, όριζε ότι "οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθεί να επαγρυπνώσιν εις την εκτέλεσιν του τελευταίου τούτου όρου", μία παράγραφος που υποδηλώνει το θεσμό του διεθνούς ελέγχου καθώς προβλέπεται με συνθήκη που συνήφθη μεταξύ των τριών Δυνάμεων (Αγγλία. Γαλλία, Ρωσία) και της Βαυαρίας η επιβολή διεθνούς ελέγχου σε ελεύθερο κράτος (Ελλάδα), κάτι εντελώς πρωτοφανές.
Η Ελλάδα ανάμεσα στους δανειστές και "προστάτες" της (σκίτσο της δεκαετίας 1840) |
Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε με τους Ρότσιλντ στο Παρίσι και αποφασίστηκε να εκδοθεί σε τρεις σειρές των είκοσι εκατομμυρίων. Ο τόκος ορίστηκε στο 5% και το χρεωλύσιο στο 1%. Με τους όρους αυτούς θα είχαμε απόσβεση του δανείου σε 36 χρόνια.
Τελικά, από κάθε μία από τις Δυνάμεις εκδόθηκαν τα εξής ποσά: Από την Αγγλία 22.155.968 δραχμές, από τη Ρωσία 22.335.533 δραχμές και από τη Γαλλία 19.433.058 δρχ, δηλαδή συνολικά 63.924.559 δρχ
Αν, όμως, λάβουμε υπόψη ότι το δάνειο εκδόθηκε προς 94%, ότι η μεσιτεία ανήλθε στο 2% και ότι σε όποιους δανειστές πλήρωναν τοις μετρητοίς γινόταν μια προεξόφληση του κεφαλαίου 3,37%, έχουμε αμέσως μια απώλεια 6.986.013 δραχμών.
Από το καθαρό κεφάλαιο που απέμεινε των 56.948.546 μόνοι οι τόκοι και τα χρεωλύσια απορρόφησαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1843 το ποσό των 33.080.795 δραχμών. Απέμειναν έτσι μόνο 23.867.751 δραχμές, οι οποίες δόθηκαν πράγματι από τους δανειστές, αλλά από αυτό το ποσό δόθηκαν 12.531.174 δρχ στην Τουρκία για εξαγορά της Φθιώτιδας και 2.238.559 δρχ σε πιστωτές προγενέστερους της βασιλείας του Όθωνα.
Τελικά απέμειναν 9.098.017 δρχ τα οποία κατασπαταλήθηκαν για τις ανάγκες της Αντιβασιλείας και του στρατού. Οι δαπάνες της Αντιβασιλείας (μισθοί, έξοδα οδοιπορίας, αποκαταστάσεως, επίπλων κλπ) έφτασαν το ποσό των 1.397.654 δρχ.
Επιπλέον οι Βαυαροί, αντί να προσληφθούν για να διοργανώσουν τον ελληνικό στρατό, εκλήθησαν για την επάνδρωσή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία χώρα όπου δεν έλειπαν οι ετοιμοπόλεμοι άνδρες, από τους 8.000 στρατιώτες, οι 5.000 ήταν Βαυαροί.
Εκτός, όμως, από τη σύνθεσή του, ο στρατός ήταν υπερβολικά δαπανηρός. Σύμφωνα με μελέτη του Leconte, την περίοδο 1845-1846 αρκούσαν 4.400.000 δρχ ετησίως για τη συντήρηση του στρατού, ενώ την περίοδο 1833-1843 χρειαζόντουσαν 6.200.000 δρχ ετησίως χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος. Αν, λοιπόν, τα έξοδα της περιόδου 1833-1843 διατηρούνταν στο ύψος της περιόδου 1845-1846, θα είχαμε εξοικονόμηση 19.000.000 δρχ
Συνοψίζοντας, το ελληνικό κράτος πλήρωσε 7.000.000 δρχ σε μεσιτείες, 14.800.000 δρχ σε αποζημιώσεις, 33.000.000 δρχ σε τόκους και χρεωλύσια, 1.400.000 δρχ σε έξοδα αντιβασιλείας και 19.000.000 δρχ σε περιττές στρατιωτικές δαπάνες.
Όπως γράφει ο About "κατά τα έτη 1841, 1842, και 1843 η Ελλάς ηδυνήθη να επαρκέσει εις την υπηρεσία του δανείου, πληρώσασα εξ ιδίων 6.300.000 δρχ. Μετά την προσπάθειαν ταύτην , ην είναι δίκαιον να λάβη τις υπ'όψιν, ευρέθη πτωχοτέρα πως ή κατά την ημέραν, καθ'ην ηναγκάσθη να καταφύγη εις δάνειον, εχρώστει δε προς τούτοις και 66.842.126 δρχ"
Τελικά, το 1842 έκλεισε με έλλειμμα 3.000.000 δρχ και η αναστολή πληρωμών ήταν μοιραία. Για να την προλάβουν, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις συγκάλεσαν συνέδριο στο Λονδίνο την 1η Μαΐου 1843. Στο συνέδριο αυτό αποφασίστηκε ότι είναι δυνατές ετήσιες οικονομίες ύψους 3.700.000 από τον προϋπολογισμό και πως - για εγγύηση της εξυπηρέτησης του δανείου - έπρεπε να παραχωρηθούν στις Δυνάμεις οι εισπράξεις του τελωνείου της Σύρου.
Ο Όθωνας αναγκάστηκε να δεχτεί τους όρους αυτούς, όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Αθήνα (Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη) εμπόδισαν την εφαρμογή τους και προκάλεσαν την αναστολή της πληρωμής οποιουδήποτε τόκου και χρεωλυσίου.
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 Διακρίνεται έφιππος ο Δημήτριος Καλλέργης |
Διαπραγματεύσεις για διακανονισμό του δανείου
Περίοδος 1843-1856: Κατά την περίοδο αυτή, οι τρεις Δυνάμεις περιορίζονται σε απλές διαμαρτυρίες. Η πιο έντονη πίεση ερχόταν από την αγγλική πλευρά και ιδίως από το κόμμα που βρισκόταν στην αντιπολίτευση με αρχηγό τον Πάλμερστον. Ο Πάλμερστον ζητούσε από την αγγλική κυβέρνηση να απαιτήσει την εκτέλεση της συνθήκης του 1832 και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως της ελληνικής κυβέρνησης, να κάνει χρήση του δικαιώματος της επέμβασης το οποίο, σύμφωνα με αυτόν, παρείχε το άρθρο 12/παρ.6. Ο τότε πρωθυπουργός Ρ.Πηλ αντέκρουσε στη Βουλή τον Πάλμερστον, αλλά παράλληλα πίεζε τον Έλληνα πρωθυπουργό Κωλέττη για την έναρξη αποπληρωμής του δανείου.
Ο Κωλέττης, κάτω από την πίεση αυτή, αναγκάστηκε το 1847 να ζητήσει τη βοήθεια του φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδου, ο οποίος έδωσε στους άγγλους 500.000 φράγκα για να κατευνάσει τις απαιτήσεις τους.
Ιωάννης Κωλέττης, αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος, πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας |
Παράλληλα, ο Κωλέττης δήλωνε ότι θα μαζέψει χρήματα μέσω της πώλησης εθνικών γαιών και υποσχόταν ότι το 1848 θα πληρώσει το ένα τρίτο του τόκου του δανείου ενώ θα αυξάνει προοδευτικά το ποσό για πληρωμή των τόκων, έτσι ώστε από το 1860 και μετά η Ελλάδα να είναι σε θέση να πληρώνει ολόκληρο τον οφειλόμενο τόκο.
Παρόλα αυτά, το 1848 δεν πληρώθηκε τίποτε και έπαψε, μάλιστα, να γίνεται αναφορά του χρέους στον ετήσιο προϋπολογισμό.
Περίοδος 1856-1864: Μετά τον πόλεμο της Κριμαίας, οι τρεις Δυνάμεις αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα του ελληνικού χρέους με πιο δυναμικό τρόπο. Έτσι, ανέθεσαν σε τριμελή επιτροπή που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα να μελετήσει την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και να ορίσει το ποσό, το οποίο το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να πληρώσει.
Η Επιτροπή αυτή υπέβαλε το Μάιο του 1859 έκθεση προς τις Δυνάμεις στην οποία, αφού ασκούν αυστηρή κριτική στο δημοσιονομικό σύστημα της Ελλάδας και αφού αναγνωρίζουν το δυσανάλογο των πόρων της Ελλάδας και των υποχρεώσεών της, προτείνουν την επιβολή στην Ελλάδα μιας ετήσιας εισφοράς 900.000 φράγκων, η οποία θα μπορούσε να αυξηθεί αργότερα, αν υπήρχε πρόοδος στα οικονομικά της χώρας.
Τα συμπεράσματα της επιτροπής αυτής αποδέχθηκαν οι Δυνάμεις και άρχισαν να πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση για να τις αποδεχθεί και αυτή. Τελικά, μετά από διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση του Όθωνα τις αποδέχθηκε. Παρόλα αυτά, το ποσό των 900,000 φράγκων δεν πληρώθηκε από τη Βαυαρική μοναρχία παρά μία μόνο φορά. Λίγο αργότερα, μάλιστα, τον Ιανουάριο του 1864 η Ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τις Δυνάμεις τα εξής:
α) την αναβολή της πληρωμής των τόκων του 1861, 1862, 1863 που δεν είχαν πληρωθεί μέχρι τότε
β) την παράταση για πέντε χρόνια της σύμβασης του 1859, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να πληρώνει 900.000 φράγκα ετησίως
γ) το δικαίωμα της ελληνικής κυβέρνησης να αφιερώσει μέρος των εισοδημάτων της για την πληρωμή άλλου χρέους, αυτό των δανείων της ανεξαρτησίας.
Οι τρεις Δυνάμεις αποδέχθηκαν μόνο τα δύο πρώτα αιτήματα και αρνήθηκαν να θυσιάσουν τα συμφέροντά τους για χάρη των δανειστών του 1824 και 1825. Η Ελλάδα ευχαρίστησε τις Δυνάμεις και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμη να αφιερώσει στην εξυπηρέτηση του δανείου το ένα τρίτο των εισπράξεων του τελωνείου της Σύρου. Με αυτό τον τρόπο τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις που διαρκούσαν σχεδόν 22 χρόνια.
Τα Βαυαρικά δάνεια
Μέχρι το 1835 είχαν δοθεί οι δύο πρώτες σειρές του δανείου των εξήντα εκατομμυρίων, (είχαν δοθεί δηλαδή 40.000.000), αλλά η τρίτη σειρά αναβαλλόταν διαρκώς. Η Ελληνική κυβέρνηση, η οποία βάσιζε όλους τους υπολογισμούς της στην έκδοση της τρίτης δόσης του δανείου, είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση. Τότε, ο Λουδοβίκος - πατέρας του Όθωνα - θέλοντας όπως είπε ο ίδιος "να δείξει το προς το Ελληνικός Έθνος και την Ελληνικήν Μοναρχίαν διηνεκές αυτού ενδιαφέρον" αποφάσισε να δώσει στην Ελλάδα δάνειο ύψους 1.000.000 φράγκων προς 4%, το οποίο θα του επιστρεφόταν μόλις εκδιδόταν η τρίτη δόση του δανείου.
Λουδοβίκος Α' της Βαυαρίας, πατέρας του Όθωνα |
Το επόμενο έτος, και ενώ η κατάσταση παρέμενε ίδια, ο Λουδοβίκος χορήγησε άλλα δύο δάνεια ύψους 1.000.000 φράγκων το ένα και 1.000.000 φιορινίων το άλλο.
Λίγο αργότερα, εκδόθηκε και η τρίτη σειρά των εξήντα εκατομμυρίων, αλλά το ποσό που προέκυψε μετά την αφαίρεση τόκων και ελλειμμάτων του ελληνικού προϋπολογισμού, δεν επαρκούσε για την απόσβεση των βαυαρικών δανείων, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των 4.600.000 δρχ
Έτσι, νέα σύμβαση υπογράφηκε το 1838, με την οποία η Ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε να πληρώσει εντός του έτους το δάνειο του 1835, το 1839 να πληρώσει 500.000 φράγκα και τα υπόλοιπα έτη από 1.000.000 φράγκα μέχρι εξόφλησης του δανείου.
Ούτε όμως και αυτούς τους όρους μπορούσε να ικανοποιήσει το ελληνικό κράτος και, έτσι, με νέα σύμβαση αποφασίστηκε να αρχίσουν οι πληρωμές το 1840. Η σύμβαση αυτή άρχισε να υλοποιείται αλλά , ενώ είχαν πληρωθεί 1.250.000 φράγκα, η Ελλάδα αναγκάστηκε να ζητήσει νέα συμφωνία λόγω αδυναμίας πληρωμής.
Με τη νέα αυτή συμφωνία, αποφασίστηκε όπως η εξόφληση των δανείων να πραγματοποιηθεί σε δόσεις μέχρι το 1847 . Όμως, ούτε αυτή η συμφωνία μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Ενώ είχε πληρωθεί μόνο η πρώτη δόση του 1842 και λίγο πριν την πληρωμή της δεύτερης δόσης του 1843, ξέσπασε η στάση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής, που προκλήθηκε περισσότερο από το μίσος εναντίον της Βαυαροκρατίας παρά από ειλικρινή πόθο συνταγματικών θεσμών, ήταν να εξεταστεί η νομιμότητα των Βαυαρικών δανείων και κατ'επέκταση και το εάν η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα εξοφλήσει.
Έτσι, σταμάτησε προσωρινά η πληρωμή των Βαυαρικών δανείων. Μετά από δεκαέξι χρόνια, το 1859, η Βαυαρική κυβέρνηση ανήγγειλε στην Ελληνική ότι ζητά το ποσό των 2.000.000 φιορινίων, για λογαριασμό του Λουδοβίκου στον οποίο είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα. Η ελληνική κυβέρνηση, παρά τη θέληση του Όθωνα να διευθετηθεί το ζήτημα, απάντησε ότι γι'αυτήν προηγείται η εξόφληση του χρέους των 60.000.000 και πως , μόλις κανονιστεί αυτό, θα φρόντιζε και για το διακανονισμό των Βαυαρικών δανείων.
Οι Βαυαρικές απαιτήσεις φαίνονταν ξεχασμένες, όταν το 1880 ο Βίσμαρκ βλέποντας ότι η Ελλάδα είχε αναγνωρίσει τα παλιά χρέη της ανέθεσε στο Γερμανό πρέσβη να απαιτήσει από την ελληνική κυβέρνηση το διακανονισμό του χρέους της προς το Λουδοβίκο. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε το αίτημα και συμφώνησε να εξοφλήσει το χρέος που υπολογιζόταν σε 5.600.000 φράγκα, πληρώνοντας στον πρίγκιπα Φερδινάνδο της Βαυαρίας το ποσό των 2.600.000 φράγκων.
Με αυτό τον τρόπο, τα Βαυαρικά δάνεια πέρασαν πλέον στην Ιστορία.
Χρέος προς τους κληρονόμους του Όθωνα
Το χρέος αυτό οφείλεται σε διάφορα έξοδα τα οποία έκανε ο ίδιος ο Όθωνας για ανέγερση ανακτόρων, για αποκατάσταση των ανακτορικών κήπων, για οικοδόμηση του βασιλικού φαρμακείου και του βασιλικού ιπποστασίου και άλλα έργα.
Το σύνολο των απαιτήσεων του Όθωνα κατά τη μέρα της έξωσής του υπολογιζόταν από 4 έως 7,5 εκατομμύρια. Για το δάνειο αυτό, οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων συνήλθαν στο Λονδίνο και ζήτησαν όπως το χρέος προς τον Όθωνα αναγνωρισθεί στη συνθήκη με την οποία η Επτάνησος παραχωρείτο στην Ελλάδα.
Λίγο μετά το θάνατο του Όθωνα, υπογραφόταν από την Ελληνική κυβέρνηση και των κληρονόμων αυτού σύμβαση, με την οποία το χρέος προς τον Όθωνα αναγνωριζόταν επίσημα και υπολογιζόταν σε 4.500.000. Το κεφάλαιο αυτό υποχρεωνόταν η Ελληνική κυβέρνηση να το εξοφλήσει μέσα σε 8 χρόνια. Παρόλα αυτά, οι όροι δεν τηρήθηκαν επακριβώς, προβλέπεται όμως να έχει πλήρως εξοφληθεί μέχρι το τέλος του 1908 (Σημείωση: To βιβλίο στο οποίο στηρίχθηκε η ανάρτηση εκδόθηκε το 1904)
Συνοψίζοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα έγινε αναστολή των δανείων των τριών Δυνάμεων καθώς επίσης και των δανείων της ανεξαρτησίας. Κατά τις παραμονές της πτώσης του Όθωνα, το δημόσιο εξωτερικό χρέος συνοψιζόταν στα εξής:
α) Δάνειο του 1824 και 1825: Από τα δάνεια αυτά υπήρχαν στην κυκλοφορία ομολογίες αξίας 2.250.000 καθώς και οι καθυστερούμενοι τόκοι από το 1826
β) Δάνειο των εξήντα εκατομμυρίων : Ολόκληρο το κεφάλαιο καθώς και οι τόκοι από το 1843
γ) Βαυαρικά δάνεια : Υπολειπόταν κεφάλαιο 2.700.000 δρχ καθώς και οι τόκοι από το 1843
Απόψεις διαφόρων ιστορικών
Βλέπουμε ότι μετά το τέλος της βασιλείας του Όθωνα, βρεθήκαμε να χρωστάμε τα δάνεια του 1824-1825, το δάνειο των εξήντα εκατομμυρίων του 1833 και τα Βαυαρικά δάνεια. Είδαμε, επίσης, ότι έχουν μεσολαβήσει δύο πτωχεύσεις: αυτή του 1827 και αυτή του 1843.
Όλα αυτά τα παρακολουθήσαμε μέσα από το βιβλίο του καθηγητή Α. Ανδρεάδη "Ιστορία των Εθνικών Δανείων" που εκδόθηκε το 1904
Ας δούμε, όμως, και την άποψη του Νίκου Μπελογιάννη για τα δάνεια αυτά από το βιβλίο του Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα
"Από τα 57 εκατομμύρια πού κανονίστηκε να πάρουμε, οι τοκογλύφοι τραπεζίτες κράτησαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 33 ολόκληρα εκατομμύρια για προκαταβολικούς τόκους και χρεολύσια και για τα λοιπά έξοδα του δανείου !
Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις κράτησαν άλλα 2,5 εκατομμύρια φράγκα για εξόφληση των προκαταβολών που είχανε δώσει στον Καποδίστρια! 12.531.000 αποφασίστηκε να τα πάρουν οι Τούρκοι, για την εξαγορά τάχα των επαρχιών της Αττικής, της Ευβοίας και της Φθιώτιδας. Ενώ στην πραγματικότητα, όμως, κι οι Τούρκοι πήραν αέρα κοπανιστό, γιατί ο όρος αυτός της αποζημίωσης μπήκε στη συμφωνία επίτηδες για να πάρει η Τσαρική Ρωσία μιαν αποζημίωση από 6 εκατομμύρια, που είχε καταδικαστεί να της πληρώσει η Τουρκία. Τα υπόλοιπα σίγουρα θα τα πήραν οι άλλοι δύο συνέταιροι.
Τώρα μας μένει ένα υπόλοιπο κάπου 9 εκατομμύρια δραχμές. Κι αυτά τα καταβρόχθισαν μέχρις εσχάτων οι Βαυαροί. Οι αντιβασιλιάδες ΄Αρμανσμπεργκ, Μάουρερ και ΄Ευδεκ ζήτησαν επίμονα να μη διαιρεθεί το δάνειο σε τρεις σειρές κι η αίτηση τους έγινε δεκτή. Έτσι περίσσεψαν και για δαύτους μερικά εκατομμύρια που τα πήραν προκαταβολικά για τα κυβερνητικά έξοδα κι αρχίσανε να τα ξεκοκαλίζουν πριν κατεβούνε στην Ελλάδα, όταν ακόμα βρισκότανε στο Μόναχο. « Ο ΄Αρμανσμπεργκ, ο Μάουρερ και ο ΄Ευδεκ», γράφει ο Εγγλέζος Ιστορικός Φίνλεϋ, «συνεκρότησαν εν Μονάχω σύσκεψιν καθ' ην, μεταξύ πολλών άλλων επαίσχυντων καταχρήσεων των ελληνικών χρημάτων, προσέθεσαν σχεδόν 4.500 λίρες είς τον μισθον του κόμητος ΄Αρμανσμπεργκ δια να δύναται ούτος να δίδη χοροεσπερίδας δια τους ξένους και τους Φαναριώτας»!
Ο Λουδοβίκος πάλι, ο πατέρας του Όθωνα, είχε υποσχεθεί να πληρώνει τους Βαυαρούς αξιωματικούς από το ταμείο του κράτους του, αλλά κι αυτοί κι οι στρατιώτες τους πληρώθηκαν από τα λεφτά του δανείου. Τα έξοδα για δαύτους, σύμφωνα με τους επίσημους λογαριασμούς, φτάσανε τα 19 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή εκτός από το δάνειο έφαγαν και αρκετά εκατομμύρια από τον αναιμικό προϋπολογισμό της φτωχής και ρημαγμένης τότε χώρας μας.
Έτσι από το δάνειο του Όθωνα για την Ελλάδα ουσιαστικά δεν πήραμε ούτε ένα μονόλεφτο, ούτε μισό λεφτό ! Το 'φαγαν ίσαμε να πεις αμήν, ενώ εμείς για δεκάδες χρόνια πληρώναμε τα σπασμένα και μάλιστα τα πληρώσαμε πολύ ακριβά. Κι όμως, ένα τόσο τεράστιο ποσό έδινε τότε απεριόριστες δυνατότητες για την ολόπλευρη ανάπτυξη και πρόοδο της χώρας μας. Μα αντί γι' αυτό, το καταραμένο τούτο δάνειο κι ο βασιλιάς πού το 'φερε, μαζί με τους ασυνείδητους Έλληνες πολιτικούς, έγιναν αιτία να μεταβληθεί η Ελλάδα σε κλοτσοσκούφι των ξένων δυνάμεων και τοκογλύφων."
"όχι μονάχα δεν απόμεινε τίποτα για μας τους φουκαράδες από τα δάνεια, παρά ξοδέψαμε κι εκείνα τα λίγα που έδινε ο χαροκαμένος τόπος μας, για να 'χουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να μας καθίσουν στο σβέρκο αφεντάδες οι Μπαβαρέζοι. Κι όμως το 1843, αν κι είχαμε πλερώσει ως τότες για τόκους και χρεωλύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις δραχμές 66.842.126 και 46 λεπτά για την ακρίβεια!"
Στο ίδιο βιβλίο ο Φωτιάδης αναφέρει και τις απόψεις άλλων ιστορικών για το ίδιο θέμα, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Γούδας, ο Χαλκιόπουλος, ο Γάλλος Faudot:
«Τα δάνεια», γράφει ο Μακρυγιάννης, «εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλοσύνη οπούκαμεν εις την Ελλάδα. Κι ο θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή».
Ο Γούδας βεβαιώνει πως τα δάνεια πήγανε στην τσέπη των Βαυαρών. «Ωκοδομήθηκανλέει, «στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν αγωνισταί απέθνησκον επί της Ψάθης αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον πως να κρύψωσι την γυμνότητα των»
Ο Π. Χαλκιόπουλος έγραφε πως «οι Βαυαροί πρώτοι μας έδωκαν το παράδειγμα της καταχρήσεως, του σφετερισμού και της σπατάλης των δημοσίων. Η χρήσις του δανείου των 60 εκατομμυρίων ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων,σπατάλης ανήκουστου. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο βαυαρός δικαστής Στρατομάιερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την Τεργέστην, όπως αποφυγή ή βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης δικαστού βαυαρού».
Ο Faudot αναφέρει: "Ο Μπενζαμέν Κωστάν έλεγε από το βήμα της Βουλής σχετικά με το ελληνικό δάνειο, πως αντί να στέλνουμε τα ποσά στην Ελλάδα, θα ήταν απλούστερο να τα στέλναμε κατ'ευθείαν στο Μόναχο, για να μην κάνουν το μεγάλο αλλόγυρο από το Παρίσι στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Βαυαρία. Κι ο Μπενζαμέν Κωστάν γνώριζε καλά το τι έτρεξε. Οι Βαυαροί, έχοντας βοηθούς τους ετερόχθονες, δεν άφησαν το παραμικρό ψιχίο από τα δάνειο, που θα στεκόταν για τη χώρα ένας τεράστιος πόρος, αν λογαριάσουμε τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα μικρά ετήσια έξοδα"
Πηγές
Η ανάρτηση αυτή (εκτός από την εισαγωγή και το τελευταίο τμήμα της "απόψεις διαφόρων ιστορικών") είναι απόδοση από το βιβλίο "Ιστορία των Εθνικών Δανείων", του Α.Ανδρεάδη, έκδοσης 1904
Το τελευταίο τμήμα της ανάρτησης (απόψεις διαφόρων ιστορικών) στηρίχτηκε στα βιβλία Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα , του Νίκου Μπελογιάννη και Όθωνας, η μοναρχία , του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου